ρεβάνς

ρεβάνς
η, Ν
1. ανταπόδοση
2. αντεκδίκηση
3. δεύτερη συνάντηση μεταξύ δύο ομάδων στα πλαίσια αθλητικής διοργάνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanche «ανταπόδοση, αντεκδίκηση» (< re- + λατ. vindico «ζητώ, εγείρω αξιώσεις»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Nikos Liberopoulos — Personal information Full name Nikolaos Liberopoulos Date of birth 4 August 1975 ( …   Wikipedia

  • Savina Yannatou — (Greek: Σαβίνα Γιαννάτου / Savína Giannátou ; born March 17, 1959 in Athens) is a renowned professional Greek female singer.She studied singing at the Greek national conservatory of Athens and later at the Guildhall School of Music and Drama in… …   Wikipedia

  • ρεβανσισμός — ο, Ν πολιτική στάση που χαρακτηρίζεται από έντονο πνεύμα αντεκδίκησης, ιδιαίτερα μετά από στρατιωτική ήττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanchisme < revanche (βλ. ρεβάνς) κατάλ. isme (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ρεβανσιστής — ο, θηλ. ρεβανσίστρια, Ν οπαδός τού ρεβανσισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanchiste < revanche (βλ. ρεβάνς) + κατάλ. iste (βλ. ιστής)] …   Dictionary of Greek

  • Δομάζος, Μίμης — (Αθήνα 1941 –). Ποδοσφαιριστής. Ο αποκαλούμενος στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέδεσε στην πολύχρονη καριέρα του το όνομά του με ορισμένες από τις σημαντικότερες επιτυχίες του αθλητισμού της χώρας. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Άμυνα… …   Dictionary of Greek

  • Καφετζόπουλος, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1951 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Το 1974 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου, όπου έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός… …   Dictionary of Greek

  • Ντελκασέ, Τεοφίλ — (TheophileDelcasse, Παμιέρ, Αριέζ 1858 – Νίκαια 1923). Γάλλος πολιτικός. Ανέλαβε (το 1898) το υπουργείο Εξωτερικών, που το κράτησε έως το 1905. Ο Ν. προσανατόλισε αποφασιστικά την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας προς τη συμμαχία με τη Μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • εκδίκηση — η η ανταπόδοση κακού, ο γδικιωμός, η ρεβάνς: Πήρε εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκδικητής — ο θηλ. ήτρια και ήτρα 1. αυτός που εκδικείται, που ανταποδίνει το κακό που του έκαναν, που παίρνει τη ρεβάνς. 2. ο προστάτης, ο υπερασπιστής αυτών που αδικούνται: Ο εκδικητής των αδυνάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”